Ονομάσαμε αυτή τη συζήτηση «Αισιοδοξία και φιλοσοφία» προς τιμήν του 20ου αιώνα – του τόσο ειδικευμένου σε ασυμφωνίες – ο οποίος διακρίθηκε στο να μας παρουσιάζει κάποιες αντιθέσεις, όχι πάντα υπαρκτές..
Δυστυχώς, η χρήση και η κατάχρηση που κάνουμε σε πολλές λέξεις τις κατέστησαν σταδιακά κενές νοήματος.
Η γλώσσα μας δεν έχει χάσει μόνο περιεχόμενο και σημασία, αλλά έχει αφήσει αχρησιμοποίητη τη δυνατότητα την οποία όλοι μπορούμε να γίνουμε κατανοητοί δια μέσου του νου, και στο χώρο της έχει αναδυθεί ένα στοιχείο συγκινησιακό, υποκειμενικό και φανταστικό.
Σήμερα οι λέξεις δεν έχουν πλέον λογική σημασία, αλλά υποβάλλουν εικόνες. Σήμερα έχουμε αλλάξει τη «λογική» με τη «συγκίνηση», τη «σκέψη» με την «φαντασία».
Το υπογραμμίζω αυτό για να δείξω μέχρι ποιο σημείο η γλώσσα της φαντασίας, η σταδιακή απώλεια του λόγου, έχει υπονομεύσει την ικανότητά μας να κατανοούμε τις ιδέες. Γι΄ αυτό δεν γνωρίζουμε ακριβώς τι είναι αισιοδοξία και τι φιλοσοφία, ούτε πώς μπορούμε να τις συσχετίσουμε. Υποθέτουμε ότι ένας φιλόσοφος που έχει ερευνήσει τη ζωή δε μπορεί να είναι αισιόδοξος. Γιατί όχι;
Αν φιλοσοφία είναι η αγάπη για τη σοφία, αν είναι η αναζήτηση της γνώσης για να μπορούν να επιλυθούν τα μεγάλα ερωτηματικά της ύπαρξης, ένας φιλόσοφος πρέπει να είναι αισιόδοξος, αφού κάθε σοβαρή έρευνα οδηγεί σε εύρημα. Επιπλέον, πρέπει να είναι μια αληθινή, αποτελεσματική, πραγματική αναζήτηση. Όχι μόνο μια ερευνητική στάση αλλά μια αληθινή επιθυμία εύρεσης. Μια αυθεντική ανάγκη και επιθυμία της ψυχής που θέλει να γνωρίσει και το κάνει επωφελούμενη από εκείνο που ήδη ξέρει.
Τι είναι αισιοδοξία;
Αν πούμε ότι ένας φιλόσοφος πρέπει να έχει μια υγιή αισιοδοξία, καλό θα είναι να αρχίσουμε ορίζοντάς την και να προσδιορίσουμε επίσης το αντίθετο της αισιοδοξίας, το οποίο ονομάζουμε απαισιοδοξία.
Μας λένε ότι το να είναι κανείς αισιόδοξος σημαίνει όχι μόνο να πιστεύει στα «καλά» πράγματα, αλλά στα «καλύτερα». Να μην ικανοποιείται με αυτό που είναι σωστό, να θέλει ακόμη κάτι περισσότερο, το καλύτερο, το τέλειο.
Κατ' εξοχήν αισιόδοξος είναι εκείνος που θεωρεί ότι αυτός ο κόσμος στον οποίο ζούμε είναι άψογος – αφού προέρχεται από έναν τέλειο Θεό που τον δημιούργησε – και ότι εμείς οι άνθρωποι, οι οποίοι ζούμε σ΄ αυτόν, είμαστε και ανυπέρβλητοι και μοναδικοί.
Η θέση του να πιστεύει κανείς ότι αυτός ο κόσμος είναι ο καλύτερος δυνατός – ή τουλάχιστον ο περισσότερο αναγκαίος για τη δική μας εξέλιξη – υποστηρίχθηκε από πολλούς φιλοσόφους στη διάρκεια της Ιστορίας.
Μπορούμε να αναφέρουμε τον μεγάλο φιλόσοφο Πλάτωνα. Και οι φιλόσοφοι επίσης, της Αλεξανδρινής Σχολής – ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζουμε τον Πλωτίνο – είναι αισιόδοξοι. Μόνο που για να φθάσουν στην αισιοδοξία και στις ρίζες της ζωής, έχουν εκμηδενίσει μια σειρά από προσκολλήσεις της ίδιας της προσωπικότητας, που δεν τους επέτρεπαν να δουν αυτή την αρχή της εμπιστοσύνης και της ασφάλειας.
Ο Άγιος Ανσέλμος και ο Άγιος Θωμάς ήταν επίσης αισιόδοξοι.
Τι σημαίνει γι΄ αυτούς αισιοδοξία; Είναι μήπως το να ονειρεύεται κανείς την απόλυτη τελειότητα; Είναι το να αφιερώνει το χρόνο του στο να φαντάζεται χίμαιρες;
Για τους στοχαστές των φιλοσοφικών σχολών που αναφέραμε, το να είναι κανείς αισιόδοξος σημαίνει να γνωρίζει το νόημα της ζωής, να ξέρει ότι ζωή είναι αύξηση, εξέλιξη, συνέχιση των κύκλων που οδηγούν σ΄ ένα σκοπό. Ότι η ζωή δεν είναι τυχαία, ότι δεν διατρέχει οποιοδήποτε μονοπάτι και ότι στο τέλος του δρόμου αυτό που εμείς αντιλαμβανόμαστε ως «καλό» θα θριαμβεύσει πάνω στο κακό.
Αλλά αφού όλοι οι φιλόσοφοι δεν φαντάστηκαν τη ζωή με αυτό το κριτήριο εξέλιξης, ανέκυψε μια αντίδραση εντελώς λογική: η απαισιοδοξία, ο πεσιμισμός.
Για τους πεσιμιστές δεν έχει σημασία αυτό που πρόκειται να συμβεί αύριο, δεν τους ενδιαφέρει ότι αύριο το καλό θα νικήσει το κακό. Σημαντικό είναι το σήμερα. Αφού σήμερα υπάρχουν βάσανα, πόνος, λάθη, δε μπορεί κανείς να είναι αισιόδοξος. Αυτό ισχύει σε τέτοιο βαθμό ώστε ο Βολταίρος έφθασε να πει ότι η αισιοδοξία είναι η πίστη των ηλιθίων.
Η φιλοσοφία και τα αντίθετα
Και εδώ συναντάμε δύο αντίθετα που φαίνονται ασυμβίβαστα. Δεν είναι πλέον φιλοσοφία και αισιοδοξία. Τώρα είναι από τη μια πλευρά αισιοδοξία και από την άλλη απαισιοδοξία.
Θα προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε μια φιλοσοφική αισιοδοξία η οποία, χωρίς να θέλει να βρίσκεται σε μια κεντρική ενδιάμεση θέση, έχει τη δυνατότητα να συνδυάζει αυτά τα δύο ασυμβίβαστα αντίθετα.
Με την φυσικότητα ενός φιλοσόφου – ενός παιδιού, όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης – διερωτόμαστε: αυτός ο κόσμος, στον οποίο ζούμε και του οποίου αποτελούμε μέρος, είναι τέλειος; Αν είμαστε ειλικρινείς, πρέπει να πούμε όχι.
Αυτός ο κόσμος δεν είναι ούτε τέλειος ούτε βέβαια ολότελα κακός, αλλά πάντως δεν είναι ό,τι καλύτερο.
Θα μπορούσαμε να θέσουμε την ερώτηση με άλλον τρόπο: Αυτός ο κόσμος θα μπορούσε να βελτιωθεί; Χωρίς να είναι ο πιο καλός, θα μπορούσε, ωστόσο, να φθάσει στην τελειότητα;
Σ΄ αυτό απαντάμε: ο κόσμος μας μπορεί να βελτιωθεί. Αλλά αυτή η δυνατότητα περιλαμβάνει επίσης τη δράση. Δηλαδή, μιλάμε ταυτόχρονα για μια αισιοδοξία, φιλοσοφική και πρακτική.
Αυτή είναι η στάση της φιλοσοφικής αισιοδοξίας στην οποία αναφερόμαστε: αν τα πράγματα δεν είναι τέλεια, τουλάχιστον είναι εφικτό να διορθωθούν. Και αυτό δεν εξαρτάται από ένα αόρατο πεπρωμένο, από κάτι που μπορεί να κατέβει από ψηλά, αλλά εξαρτάται από μας. Εξαρτάται από την προσπάθειά μας, τη σκέψη μας, τα χέρια μας, το κριτήριό μας, την ικανότητά μας να αγαπάμε – ως φιλόσοφοι – τη σοφία. Και επιπλέον, όχι μόνο να ικανοποιούμαστε με το να την αγαπάμε, αλλά να προσπαθούμε κάθε φορά να γίνουμε σοφότεροι.
Όταν ο Πυθαγόρας είπε ότι ο ίδιος δεν ήταν σοφός αλλά μόλις ένας φιλόσοφος, προώθησε μια θεωρία φιλοσοφικής αισιοδοξίας. Και δεν την εξέφρασε μόνο με λόγια, αλλά την βίωσε.
Ονόμαζε τον εαυτό του «φιλόσοφο» - εραστή, αναζητητή της σοφίας – και αφιέρωσε όλη του τη ζωή για να βρει την αληθινή γνώση και να την εκφράσει. Έτσι εκδήλωσε όχι μια απατηλή αισιοδοξία αλλά μια αληθινή.
Σε πολλές πραγματείες μάς λένε ότι η αισιόδοξη ή απαισιόδοξη προσέγγιση της ζωής δεν σχετίζεται με αυτήν τη φιλοσοφική αισιοδοξία που μας κάνει να βελτιωνόμαστε. Είναι ένα θέμα βασικά ψυχολογικό, ένα θέμα υποκειμενικά συναισθηματικό.
Πράγματι, αν ένα άτομο είναι παθητικό, θλιμμένο, αδύναμο, το πιο πιθανό είναι να είναι επίσης απαισιόδοξο, επειδή η ίδια η ψυχολογική του δομή το κάνει να φοβάται τη ζωή και όλες της τις συνέπειες. Αυτός όμως που έχει αντίθετο χαρακτήρα χαίρεται να εφορμά στις δυσκολίες, να τα πηγαίνει καλά με τον κόσμο, να λύνει όλα του τα προβλήματα, ακολουθώντας αισιόδοξες τάσεις.
Ωστόσο πιστεύουμε ότι αυτή η υπόθεση δεν είναι τόσο απλή, ότι η απαισιοδοξία ή η αισιοδοξία δεν είναι μόνο θέματα ψυχολογικά, που εξαρτώνται μόνο από τη διάθεση, τον χαρακτήρα. Πιστεύουμε ότι υπάρχουν νοητικοί και πνευματικοί παράγοντες, οι οποίοι επίσης επηρεάζουν βαθιά την αισιόδοξη ή απαισιόδοξη αντίληψη.
Απαισιοδοξία
Ο υλισμός αποτελεί αιτία απαισιοδοξίας. Η τάση να αντιλαμβανόμαστε την ύπαρξη ως κάτι καθαρά υλικό είναι ένας από τους λόγους που προκαλούν απαισιοδοξία. Η αιτία είναι λογική: αν ο κόσμος είναι μόνο ύλη, αυτά που βλέπουμε και αγγίζουμε είναι πολύ λίγα, επομένως δε μπορούμε να περιμένουμε σχεδόν τίποτα από αυτόν. Η καθημερινή εικόνα του κόσμου με τον πόνο, την απελπισία, την πείνα, το θάνατο, τη διαφθορά, τις καταστροφές, τους πολέμους, τα δυστυχήματα δεν μας οδηγούν σε τίποτα καλό.
Αυτός που εστιάζει την εικόνα του σε υλικό σημείο φθάνει εύκολα στην απαισιοδοξία, επειδή για να είναι ευτυχισμένος χρειάζεται να έχει συγκεκριμένα πράγματα, τα οποία, ακριβώς επειδή είναι υλικά αγαθά, είναι φθαρτά.
Του φαίνεται ότι το σημαντικό είναι να έχει. Αλλά όταν έχει ήδη αποκτήσει κάτι, φοβάται πολύ μήπως το χάσει, νιώθει τέτοια απελπισία, επειδή εκείνο που κατάφερε να αδράξει για μια στιγμή του φεύγει από τα χέρια, δεν μπορεί να απολαύσει αυτά τα υλικά αγαθά, αφού συνεχώς διερωτάται πόσο θα διαρκέσουν.
Επιπλέον, πέρα από τα υλικά αγαθά, όταν αγαπάμε ένα πρόσωπο – αλλά το θέλουμε με αυτό το ίδιο υλιστικό κριτήριο - διερωτόμαστε καθημερινά πόσο θα διαρκέσει, πόσο μας θέλει, αν θα είναι για όλη τη ζωή.
Έτσι βλέπουμε πώς μια νοητική σύλληψη – που κέρδισε έδαφος τα τελευταία χρόνια της Ιστορίας μας – μπορεί να κάνει τη ζωή μας απαισιόδοξη.
Ας δούμε και άλλους παράγοντες που φαίνονται να είναι πνευματικοί και που οδηγούν επίσης σε απαισιοδοξία.
Υπάρχει μια τάση ψευδο- φιλοσοφική- εσωτερική, που αντλεί από την Άπω Ανατολή – απομακρυσμένη χρονικά και φυσικά – μια σειρά από φιλοσοφικές ιδέες χωρίς να τις γνωρίζει ακριβώς.
Είναι πολύ συνηθισμένο να βλέπουμε σε δημοσιεύσεις τη λέξη «Κάρμα».
Υπενθυμίζουμε σε συντομία ότι το Κάρμα είναι ένας νόμος πάνω στον οποίο οι φιλόσοφοι της Ανατολής είχαν βασίσει την εξέλιξη της ζωής. Ένας νόμος, τον οποίο ονόμαζαν της «αιτίας και του αποτελέσματος», αφού όλα όσα συμβαίνουν στο Σύμπαν είναι στενά συνδεδεμένα, όλα τα γεγονότα είναι κρίκοι μιας αλυσίδας. Έτσι, όλες οι δράσεις εξαρτώνται οι μεν από τις δε.
Αν η ιδέα αυτή παρερμηνευθεί, μπορεί να οδηγήσει σε απαισιοδοξία, αφού όλα όσα μας συμβαίνουν είναι «Κάρμα». Γιατί να επανορθώσουμε, για ποιο σκοπό να αγωνιστούμε, γιατί να υπερβούμε τον εαυτό μας, αν όλα είναι «Κάρμα»;
Όπως βλέπουμε, με την παρερμηνεία των φιλοσοφικών ή των πνευματικών ιδεών, οδηγούμαστε επίσης σε μια απαισιοδοξία, που μετατρέπεται σε ακινησία, αδράνεια, εγκατάλειψη, σε θάνατο εν ζωή.
Φιλοσοφική αισιοδοξία
Ας ασχοληθούμε ακόμη μια φορά με τη φιλοσοφική μας αισιοδοξία, διασαφηνίζοντας ότι είμαστε πεπεισμένοι ότι κανείς δε μπορεί να είναι τελείως αισιόδοξος στη ζωή του, αφού όλοι έχουμε κάποτε υποφέρει, έχουμε αισθανθεί πόνο σε πολλές περιπτώσεις. Ούτε μπορεί κανείς επίσης να είναι τελείως απαισιόδοξος, επειδή όλοι συνεχίζουμε να αγωνιζόμαστε, παρά τις λύπες μας.
Ας αρχίσουμε από κάτω, από το υλικό μέρος. Η ύλη, αν το καλοεξετάσουμε, μπορεί να μας οδηγήσει πολύ καλά σε μια αισιόδοξη αντίληψη για τη ζωή. Αρκεί να μην τη βλέπουμε ψυχρά, αλλά να παρατηρούμε την τελειότητα, τη φροντίδα με την οποία δημιουργεί ολόκληρο το Σύμπαν, όσο λίγα κι αν είναι αυτά που γνωρίζουμε γι΄ αυτό. Αυτοί οι νόμοι που διέπουν την ύλη, την κατευθύνουν και την οργανώνουν, ενώ την υπερβαίνουν. Η ύλη αντικατοπτρίζει ομορφιά. Αν και η ύλη είναι σκοτεινή, βαριά και φθαρτή, θα έπρεπε να μας χρησιμεύει για να χαίρεται η καρδιά μας, μόνο και μόνο από το γεγονός ότι κάτι ανώτερο αποτυπώνεται σ΄ αυτήν, την εξαγνίζει, την εξυψώνει, αφού η ομορφιά μπόρεσε να αφήσει τα ίχνη της σ΄ αυτήν για μια στιγμή.
Ας περάσουμε στο ψυχολογικό επίπεδο. Όλοι νοιώθουμε πόνο, αλλά εκείνοι οι φιλόσοφοι της Ανατολής, οι οποίοι – όπως μόλις είδαμε – δημιούργησαν σχεδόν χωρίς να το θέλουν την απαισιοδοξία και τον υλισμό, μας διδάσκουν κάτι πολύ σημαντικό: ότι ο πόνος είναι όχημα της συνείδησης. Χωρίς πόνο δεν αντιλαμβανόμαστε τις πραγματικότητες και τίποτα δεν μας αγγίζει.
Ο πόνος δεν είναι κακό, ούτε λόγος για να είναι κάποιος απαισιόδοξος. Ας τον θεωρήσουμε – κατά τα λεγόμενα των Στωικών – ως «Σχολείο της Ζωής». Ας μάθουμε απ΄ αυτόν και κάθε φορά που υποφέρουμε ας βγαίνουμε καθαροί από αυτόν τον πόνο, γνωρίζοντας ότι μπορούμε να αποκτήσουμε μια εμπειρία από αυτόν. Και ότι – αφού περάσει – θα είμαστε λίγο καλύτεροι απ΄ ό,τι ήμασταν πριν υποφέρουμε.
Συνηθίζουμε να νομίζουμε ότι υποφέρουμε. Μας πονάει η ζωή, επειδή δεν αποκτούμε πάντα όλα τα πράγματα που θεωρούμε ότι είναι απαραίτητα.
Υπάρχουν δύο δυνατότητες:αν κάτι είναι ζωτικής σημασίας, σωστό, αξιοσέβαστο, έντιμο για μας και είμαστε πεπεισμένοι ότι το χρειαζόμαστε, ας το αναζητήσουμε, ας εργαστούμε γι΄ αυτό. Αλλά αν εκείνο που ποθούμε δεν είναι τίποτε άλλο παρά καρπός ενός περαστικού πάθους, αν νομίζουμε ότι το λαχταράμε, αλλά στην πραγματικότητα αυτή η όρεξη δεν έχει βαθιά προέλευση, είναι καλύτερα να το εγκαταλείψουμε. Αν δεν έχουμε ανάγκη, δεν υπάρχει πόνος. Αν δεν έχουμε λανθασμένη φιλοδοξία να ικανοποιήσουμε, δεν υπάρχει πόνος.
Δεν είναι τόσο εύκολο να ξέρουμε πότε αυτό που επιδιώκουμε είναι βαθύ, αυθεντικό ή όχι.
Ας αναρωτηθούμε πόσο διαρκεί αυτή η ανάγκη, πόσο έντονα έχουμε αυτή την επιθυμία χαραγμένη μέσα μας, αν αποτελεί μέρος της ύπαρξής μας, αν κοιμάται και ξυπνάει μαζί μας, αν είναι ίσως όπως αυτό το πάθος για τη σοφία που αναφέραμε μιλώντας για τη «φιλοσοφία».
Αν αυτή η ανάγκη επιμένει, αν διατηρείται, προέρχεται από την ψυχή. Αν αυτή η ανάγκη είναι ένα περαστικό καπρίτσιο, αρκεί να μη τη σκεφτόμαστε και σε μια στιγμή η επιθυμία θα εξαφανιστεί.
Έτσι, αφού ο πόνος συνδέεται με τις φιλοδοξίες μας, μάς διδάσκει και μας εκπαιδεύει, μας εξευγενίζει και λειαίνει εκείνες τις εξωτερικές ανάγκες που δεν είναι προϊόν του δικού μας εσωτερικού όντος.
Ας περάσουμε σ΄ ένα ακόμη επίπεδο: η αισιοδοξία ως μια νοητική και λογική άποψη.
Η αισιοδοξία, θεωρούμενη κατ΄ αυτό τον τρόπο, μεταμορφώνεται σε μια σίγουρη και σταθερή πίστη, στο νόημα που δίνεται στη ζωή, στο νόημα που έχει όλη η ύπαρξη σαν σύνολο. Αν προσπαθήσουμε να ανακαλύψουμε τους νόμους της Φύσης και τις αρχές του ανθρώπου, να αφαιρέσουμε τα πέπλα, αν προσπαθήσουμε να καταλάβουμε πραγματικά όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας, θα φθάσουμε, χωρίς αμφιβολία, στο συμπέρασμα ότι όλα αυτά έχουν νόημα και ότι αυτό το νόημα μας δίνει σιγουριά, σταθερότητα.
Οι αρχαίοι έλεγαν ότι «η γνώση είναι δύναμη» και «δύναμη» είναι η εξάσκηση της βούλησής μας. Όποιος έχει μια σταθερά αναπτυγμένη βούληση, που την έχει θέσει σε κίνηση και την έχει ωθήσει για να πραγματώσει οτιδήποτε, δε μπορεί να αισθάνεται απαισιόδοξος.
Ο ενθουσιασμός
Στο πνευματικό επίπεδο είναι αδύνατο να είναι κανείς απαισιόδοξος.
Θα έπρεπε να αφήσουμε στην άκρη μονομιάς όλες εκείνες τις ιδέες που έχουν να κάνουν με το καλό και το κακό. Αποφεύγουμε να κάνουμε χώρο στο καλό και το κακό, τον Θεό και το διάβολο. Οι ανταγωνιστικές αξίες παλεύουν μέσα μας και μας κάνουν να μπαίνουμε στη μέση σαν θεατές, γεγονός που μας οδηγεί σε αμφιβολία και σε κατάσταση διαρκούς αβεβαιότητας.
Δεν υπάρχει Θεός και διάβολος. Υπάρχει Θεός. Δεν υπάρχει καλό και κακό. Υπάρχει καλό. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι το καλό έχει τη δυνατότητα να εκφράζεται με τόσους τρόπους, που μερικές φορές δεν το καταλαβαίνουμε. Και είναι η άγνοιά μας αυτή που μας κάνει να το ονομάζουμε κακό.
Ας φανταστούμε μια εστία φωτός, την οποία θα ονομάσουμε Καλό, το οποίο, ως υπέρτατη πηγή, διαχέεται σε ολόκληρο το Σύμπαν. Αν καταφέρουμε να βρεθούμε κοντά στο σημείο από το οποίο εκπορεύονται οι ακτίνες, αν βάλουμε το χέρι όσο το δυνατόν πιο κοντά σ΄ αυτό, θα συγκεντρώσουμε μια μεγάλη ποσότητα θερμικής και φωτεινής ενέργειας. Αλλά, αν τοποθετήσουμε το σώμα μας πολύ πιο μακριά από τη δέσμη του φωτός, η ίδια επιφάνεια του χεριού θα δεχθεί λιγότερη ενέργεια, αφού έχει διαχυθεί και ανοιχτεί σαν βεντάλια πάνω στον κόσμο.
Το κακό δε βρίσκεται στον κόσμο, βρίσκεται στην άγνοιά μας. Κακό είναι απλά το να μη γνωρίζουμε, να μη βλέπουμε, να μην ενδιαφερόμαστε. Κακό είναι να υποφέρουμε προκειμένου να μάθουμε. Κακό είναι ο πόνος, επειδή είμαστε ανίκανοι να συλλάβουμε ότι έχουμε ξεκινήσει λάθος.
Με αυτά τα στοιχεία φιλοσοφικής αισιοδοξίας, πιστεύω ότι προσεγγίζουμε την παλιά αντίληψη που καμιά φορά οι Έλληνες ονόμαζαν «ενθουσιασμό».
«Ενθουσιασμός»: «ένθεος», «ο Θεός εντός», «ο Θεός στον άνθρωπο». Η αίσθηση της θεότητας μέσα μας, η ευτυχία να γνωρίζουμε κάτι περισσότερο από αυτό το κέλυφος της ύλης που μας τυλίγει. Η υπερηφάνεια για να καταλάβουμε πέρα από το χρόνο που μας περιορίζει.
Ο ενθουσιασμός δεν είναι κενή αισιοδοξία, μια επιφανειακή ευτυχία που γλιστράει πάνω από τα πράγματα. Ο ενθουσιασμός είναι βαθύς, είναι εσωτερικός, βρίσκεται στο βάθος, στην ψυχή. Είναι αυτό που κάνει τους ανθρώπους να τραγουδούν, να προσεύχονται, να θαυμάζουν τη Φύση, να αναζητούν το Θεό στα δέντρα, στο πέταγμα των πουλιών, στη μετακίνηση των νεφών. Όλα αυτά είναι ενθουσιασμός, κάτι πολύ περισσότερο από αισιοδοξία.
Μας έχουν πει πολλές φορές ότι εμείς οι αισιόδοξοι είμαστε ανόητοι. Δεν το εξέφρασε μόνο ο Βολταίρος αλλά και πολλοί άλλοι στον 20ο αιώνα. Μας έχουν πει ότι η αισιοδοξία είναι μια φιλοσοφία για το μέλλον, αλλά απορριπτέα για την παρούσα στιγμή. Είναι χρήσιμη για πολύ αργότερα, αφού ονειρεύεται καλύτερα πράγματα για το μέλλον.
Πιστεύουμε ότι αυτό δεν είναι σωστό. Η αισιοδοξία ταιριάζει σε όλες τις διαστάσεις του χρόνου, αφού, όταν μετατρέπεται σε ενθουσιασμό, δεν υπάρχει ούτε ένα μόριο του χώρου και του χρόνου στο οποίο να μην περιλαμβάνεται. Ο ενθουσιασμός ταιριάζει στο παρελθόν.
Το παρελθόν αποδεικνύει ότι η ιστορία είναι κυκλική. Ότι πολλές φορές, από έλλειψη μνήμης ή από αμέλεια, αναπαράγουμε τις ίδιες καταστάσεις, ξανακάνουμε τις ίδιες επιτυχίες και τα ίδια λάθη, αλλά - από επανάληψη σε επανάληψη – μεγαλώνουμε λίγο περισσότερο.
Το παρελθόν μας διδάσκει ότι υπήρξαν στιγμές κατά τις οποίες η Αλήθεια, η Ομορφιά, η Δικαιοσύνη, η Ενότητα αντικατοπτρίστηκαν καθαρά στην ύλη. Και ότι υπήρξαν άλλες φάσεις κατά τις οποίες αυτές οι αρχές (Ενότητα, Δικαιοσύνη, Αγαθό, Ομορφιά) απομακρύνθηκαν από τον συγκεκριμένο κόσμο, επειδή δεν υπήρχαν κανάλια που να τις εκφράζουν.
Η αισιοδοξία είναι για το παρόν, επειδή τον ενθουσιασμό τον εκφράζουμε εδώ και σήμερα, ούτε χθες ούτε αύριο, πέρα από τα προβλήματα, παρά τις δυσκολίες και - θα έλεγα ακόμη - χάρη σ΄ αυτές.
Σε τίποτα δεν θα χρησίμευε το να είμαστε ενθουσιώδεις, αισιόδοξοι, σταθεροί, θεληματικοί και αποφασιστικοί αν δεν παραπατούσαμε ποτέ στο δρόμο. Αλλά όταν υπάρχουν καθημερινά πέτρες μπροστά μας, όταν κάθε φορά που τείνουμε το χέρι συναντάμε μια δυσκολία και πέρα από αυτήν και χάρη σ΄ αυτήν συνεχίζουμε να είμαστε ενθουσιώδεις, είναι επειδή η ρίζα του Σύμπαντος έχει ξυπνήσει μέσα στον άνθρωπο.
Αισιοδοξία για το μέλλον, αλλά όχι σαν όνειρο ή αυταπάτη για να δραπετεύουμε. Ούτε μας ενδιαφέρει να βυθιζόμαστε σ΄ ένα όνειρο για ένα καλύτερο μέλλον, μόνο και μόνο για να μη βλέπουμε αυτό που συμβαίνει στο παρόν.
Ο ενθουσιασμός, η αισιοδοξία για το μέλλον, είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Είναι μια βεβαιότητα που υπάρχει εδώ και τώρα. Είναι ένα αληθινό βίωμα, ένα συναίσθημα ζωντανό, ξεκάθαρο, βαθύ, που πλημμυρίζει ολόκληρο το είναι. Είναι ένας άμεσος τρόπος ζωής για το μέλλον.
Είναι μια αίσθηση ότι αυτός ο νέος και καλύτερος κόσμος, για τον οποίο τόσες φορές μιλήσαμε, δεν είναι κάτι που βρίσκεται μακριά, δεν είναι κάτι απρόσιτο. Είναι το να νοιώθουμε οριστικά και ξεκάθαρα ότι αυτός ο Νέος και Καλύτερος Κόσμος χωρίζεται από μας μόλις από την πυκνότητα ενός πέπλου. Και ότι θα αρκούσε να αγγίξουμε με τα χέρια μας αυτό το πέπλο για να δούμε ότι το μέλλον είναι εκεί, ότι του δώσαμε ζωή, ότι το κάναμε παρόν.
Ο ενθουσιασμός είναι στη πραγματικότητα μια φλόγα φωτιάς που δονείται στην καρδιά του ανθρώπου και του επιτρέπει να κτίζει την ιστορία πριν, τώρα και αύριο.
nea-acropoli-athens.gr
Δυστυχώς, η χρήση και η κατάχρηση που κάνουμε σε πολλές λέξεις τις κατέστησαν σταδιακά κενές νοήματος.
Η γλώσσα μας δεν έχει χάσει μόνο περιεχόμενο και σημασία, αλλά έχει αφήσει αχρησιμοποίητη τη δυνατότητα την οποία όλοι μπορούμε να γίνουμε κατανοητοί δια μέσου του νου, και στο χώρο της έχει αναδυθεί ένα στοιχείο συγκινησιακό, υποκειμενικό και φανταστικό.
Σήμερα οι λέξεις δεν έχουν πλέον λογική σημασία, αλλά υποβάλλουν εικόνες. Σήμερα έχουμε αλλάξει τη «λογική» με τη «συγκίνηση», τη «σκέψη» με την «φαντασία».
Το υπογραμμίζω αυτό για να δείξω μέχρι ποιο σημείο η γλώσσα της φαντασίας, η σταδιακή απώλεια του λόγου, έχει υπονομεύσει την ικανότητά μας να κατανοούμε τις ιδέες. Γι΄ αυτό δεν γνωρίζουμε ακριβώς τι είναι αισιοδοξία και τι φιλοσοφία, ούτε πώς μπορούμε να τις συσχετίσουμε. Υποθέτουμε ότι ένας φιλόσοφος που έχει ερευνήσει τη ζωή δε μπορεί να είναι αισιόδοξος. Γιατί όχι;
Αν φιλοσοφία είναι η αγάπη για τη σοφία, αν είναι η αναζήτηση της γνώσης για να μπορούν να επιλυθούν τα μεγάλα ερωτηματικά της ύπαρξης, ένας φιλόσοφος πρέπει να είναι αισιόδοξος, αφού κάθε σοβαρή έρευνα οδηγεί σε εύρημα. Επιπλέον, πρέπει να είναι μια αληθινή, αποτελεσματική, πραγματική αναζήτηση. Όχι μόνο μια ερευνητική στάση αλλά μια αληθινή επιθυμία εύρεσης. Μια αυθεντική ανάγκη και επιθυμία της ψυχής που θέλει να γνωρίσει και το κάνει επωφελούμενη από εκείνο που ήδη ξέρει.
Τι είναι αισιοδοξία;
Αν πούμε ότι ένας φιλόσοφος πρέπει να έχει μια υγιή αισιοδοξία, καλό θα είναι να αρχίσουμε ορίζοντάς την και να προσδιορίσουμε επίσης το αντίθετο της αισιοδοξίας, το οποίο ονομάζουμε απαισιοδοξία.
Μας λένε ότι το να είναι κανείς αισιόδοξος σημαίνει όχι μόνο να πιστεύει στα «καλά» πράγματα, αλλά στα «καλύτερα». Να μην ικανοποιείται με αυτό που είναι σωστό, να θέλει ακόμη κάτι περισσότερο, το καλύτερο, το τέλειο.
Κατ' εξοχήν αισιόδοξος είναι εκείνος που θεωρεί ότι αυτός ο κόσμος στον οποίο ζούμε είναι άψογος – αφού προέρχεται από έναν τέλειο Θεό που τον δημιούργησε – και ότι εμείς οι άνθρωποι, οι οποίοι ζούμε σ΄ αυτόν, είμαστε και ανυπέρβλητοι και μοναδικοί.
Η θέση του να πιστεύει κανείς ότι αυτός ο κόσμος είναι ο καλύτερος δυνατός – ή τουλάχιστον ο περισσότερο αναγκαίος για τη δική μας εξέλιξη – υποστηρίχθηκε από πολλούς φιλοσόφους στη διάρκεια της Ιστορίας.
Μπορούμε να αναφέρουμε τον μεγάλο φιλόσοφο Πλάτωνα. Και οι φιλόσοφοι επίσης, της Αλεξανδρινής Σχολής – ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζουμε τον Πλωτίνο – είναι αισιόδοξοι. Μόνο που για να φθάσουν στην αισιοδοξία και στις ρίζες της ζωής, έχουν εκμηδενίσει μια σειρά από προσκολλήσεις της ίδιας της προσωπικότητας, που δεν τους επέτρεπαν να δουν αυτή την αρχή της εμπιστοσύνης και της ασφάλειας.
Ο Άγιος Ανσέλμος και ο Άγιος Θωμάς ήταν επίσης αισιόδοξοι.
Τι σημαίνει γι΄ αυτούς αισιοδοξία; Είναι μήπως το να ονειρεύεται κανείς την απόλυτη τελειότητα; Είναι το να αφιερώνει το χρόνο του στο να φαντάζεται χίμαιρες;
Για τους στοχαστές των φιλοσοφικών σχολών που αναφέραμε, το να είναι κανείς αισιόδοξος σημαίνει να γνωρίζει το νόημα της ζωής, να ξέρει ότι ζωή είναι αύξηση, εξέλιξη, συνέχιση των κύκλων που οδηγούν σ΄ ένα σκοπό. Ότι η ζωή δεν είναι τυχαία, ότι δεν διατρέχει οποιοδήποτε μονοπάτι και ότι στο τέλος του δρόμου αυτό που εμείς αντιλαμβανόμαστε ως «καλό» θα θριαμβεύσει πάνω στο κακό.
Αλλά αφού όλοι οι φιλόσοφοι δεν φαντάστηκαν τη ζωή με αυτό το κριτήριο εξέλιξης, ανέκυψε μια αντίδραση εντελώς λογική: η απαισιοδοξία, ο πεσιμισμός.
Για τους πεσιμιστές δεν έχει σημασία αυτό που πρόκειται να συμβεί αύριο, δεν τους ενδιαφέρει ότι αύριο το καλό θα νικήσει το κακό. Σημαντικό είναι το σήμερα. Αφού σήμερα υπάρχουν βάσανα, πόνος, λάθη, δε μπορεί κανείς να είναι αισιόδοξος. Αυτό ισχύει σε τέτοιο βαθμό ώστε ο Βολταίρος έφθασε να πει ότι η αισιοδοξία είναι η πίστη των ηλιθίων.
Η φιλοσοφία και τα αντίθετα
Και εδώ συναντάμε δύο αντίθετα που φαίνονται ασυμβίβαστα. Δεν είναι πλέον φιλοσοφία και αισιοδοξία. Τώρα είναι από τη μια πλευρά αισιοδοξία και από την άλλη απαισιοδοξία.
Θα προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε μια φιλοσοφική αισιοδοξία η οποία, χωρίς να θέλει να βρίσκεται σε μια κεντρική ενδιάμεση θέση, έχει τη δυνατότητα να συνδυάζει αυτά τα δύο ασυμβίβαστα αντίθετα.
Με την φυσικότητα ενός φιλοσόφου – ενός παιδιού, όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης – διερωτόμαστε: αυτός ο κόσμος, στον οποίο ζούμε και του οποίου αποτελούμε μέρος, είναι τέλειος; Αν είμαστε ειλικρινείς, πρέπει να πούμε όχι.
Αυτός ο κόσμος δεν είναι ούτε τέλειος ούτε βέβαια ολότελα κακός, αλλά πάντως δεν είναι ό,τι καλύτερο.
Θα μπορούσαμε να θέσουμε την ερώτηση με άλλον τρόπο: Αυτός ο κόσμος θα μπορούσε να βελτιωθεί; Χωρίς να είναι ο πιο καλός, θα μπορούσε, ωστόσο, να φθάσει στην τελειότητα;
Σ΄ αυτό απαντάμε: ο κόσμος μας μπορεί να βελτιωθεί. Αλλά αυτή η δυνατότητα περιλαμβάνει επίσης τη δράση. Δηλαδή, μιλάμε ταυτόχρονα για μια αισιοδοξία, φιλοσοφική και πρακτική.
Αυτή είναι η στάση της φιλοσοφικής αισιοδοξίας στην οποία αναφερόμαστε: αν τα πράγματα δεν είναι τέλεια, τουλάχιστον είναι εφικτό να διορθωθούν. Και αυτό δεν εξαρτάται από ένα αόρατο πεπρωμένο, από κάτι που μπορεί να κατέβει από ψηλά, αλλά εξαρτάται από μας. Εξαρτάται από την προσπάθειά μας, τη σκέψη μας, τα χέρια μας, το κριτήριό μας, την ικανότητά μας να αγαπάμε – ως φιλόσοφοι – τη σοφία. Και επιπλέον, όχι μόνο να ικανοποιούμαστε με το να την αγαπάμε, αλλά να προσπαθούμε κάθε φορά να γίνουμε σοφότεροι.
Όταν ο Πυθαγόρας είπε ότι ο ίδιος δεν ήταν σοφός αλλά μόλις ένας φιλόσοφος, προώθησε μια θεωρία φιλοσοφικής αισιοδοξίας. Και δεν την εξέφρασε μόνο με λόγια, αλλά την βίωσε.
Ονόμαζε τον εαυτό του «φιλόσοφο» - εραστή, αναζητητή της σοφίας – και αφιέρωσε όλη του τη ζωή για να βρει την αληθινή γνώση και να την εκφράσει. Έτσι εκδήλωσε όχι μια απατηλή αισιοδοξία αλλά μια αληθινή.
Σε πολλές πραγματείες μάς λένε ότι η αισιόδοξη ή απαισιόδοξη προσέγγιση της ζωής δεν σχετίζεται με αυτήν τη φιλοσοφική αισιοδοξία που μας κάνει να βελτιωνόμαστε. Είναι ένα θέμα βασικά ψυχολογικό, ένα θέμα υποκειμενικά συναισθηματικό.
Πράγματι, αν ένα άτομο είναι παθητικό, θλιμμένο, αδύναμο, το πιο πιθανό είναι να είναι επίσης απαισιόδοξο, επειδή η ίδια η ψυχολογική του δομή το κάνει να φοβάται τη ζωή και όλες της τις συνέπειες. Αυτός όμως που έχει αντίθετο χαρακτήρα χαίρεται να εφορμά στις δυσκολίες, να τα πηγαίνει καλά με τον κόσμο, να λύνει όλα του τα προβλήματα, ακολουθώντας αισιόδοξες τάσεις.
Ωστόσο πιστεύουμε ότι αυτή η υπόθεση δεν είναι τόσο απλή, ότι η απαισιοδοξία ή η αισιοδοξία δεν είναι μόνο θέματα ψυχολογικά, που εξαρτώνται μόνο από τη διάθεση, τον χαρακτήρα. Πιστεύουμε ότι υπάρχουν νοητικοί και πνευματικοί παράγοντες, οι οποίοι επίσης επηρεάζουν βαθιά την αισιόδοξη ή απαισιόδοξη αντίληψη.
Απαισιοδοξία
Ο υλισμός αποτελεί αιτία απαισιοδοξίας. Η τάση να αντιλαμβανόμαστε την ύπαρξη ως κάτι καθαρά υλικό είναι ένας από τους λόγους που προκαλούν απαισιοδοξία. Η αιτία είναι λογική: αν ο κόσμος είναι μόνο ύλη, αυτά που βλέπουμε και αγγίζουμε είναι πολύ λίγα, επομένως δε μπορούμε να περιμένουμε σχεδόν τίποτα από αυτόν. Η καθημερινή εικόνα του κόσμου με τον πόνο, την απελπισία, την πείνα, το θάνατο, τη διαφθορά, τις καταστροφές, τους πολέμους, τα δυστυχήματα δεν μας οδηγούν σε τίποτα καλό.
Αυτός που εστιάζει την εικόνα του σε υλικό σημείο φθάνει εύκολα στην απαισιοδοξία, επειδή για να είναι ευτυχισμένος χρειάζεται να έχει συγκεκριμένα πράγματα, τα οποία, ακριβώς επειδή είναι υλικά αγαθά, είναι φθαρτά.
Του φαίνεται ότι το σημαντικό είναι να έχει. Αλλά όταν έχει ήδη αποκτήσει κάτι, φοβάται πολύ μήπως το χάσει, νιώθει τέτοια απελπισία, επειδή εκείνο που κατάφερε να αδράξει για μια στιγμή του φεύγει από τα χέρια, δεν μπορεί να απολαύσει αυτά τα υλικά αγαθά, αφού συνεχώς διερωτάται πόσο θα διαρκέσουν.
Επιπλέον, πέρα από τα υλικά αγαθά, όταν αγαπάμε ένα πρόσωπο – αλλά το θέλουμε με αυτό το ίδιο υλιστικό κριτήριο - διερωτόμαστε καθημερινά πόσο θα διαρκέσει, πόσο μας θέλει, αν θα είναι για όλη τη ζωή.
Έτσι βλέπουμε πώς μια νοητική σύλληψη – που κέρδισε έδαφος τα τελευταία χρόνια της Ιστορίας μας – μπορεί να κάνει τη ζωή μας απαισιόδοξη.
Ας δούμε και άλλους παράγοντες που φαίνονται να είναι πνευματικοί και που οδηγούν επίσης σε απαισιοδοξία.
Υπάρχει μια τάση ψευδο- φιλοσοφική- εσωτερική, που αντλεί από την Άπω Ανατολή – απομακρυσμένη χρονικά και φυσικά – μια σειρά από φιλοσοφικές ιδέες χωρίς να τις γνωρίζει ακριβώς.
Είναι πολύ συνηθισμένο να βλέπουμε σε δημοσιεύσεις τη λέξη «Κάρμα».
Υπενθυμίζουμε σε συντομία ότι το Κάρμα είναι ένας νόμος πάνω στον οποίο οι φιλόσοφοι της Ανατολής είχαν βασίσει την εξέλιξη της ζωής. Ένας νόμος, τον οποίο ονόμαζαν της «αιτίας και του αποτελέσματος», αφού όλα όσα συμβαίνουν στο Σύμπαν είναι στενά συνδεδεμένα, όλα τα γεγονότα είναι κρίκοι μιας αλυσίδας. Έτσι, όλες οι δράσεις εξαρτώνται οι μεν από τις δε.
Αν η ιδέα αυτή παρερμηνευθεί, μπορεί να οδηγήσει σε απαισιοδοξία, αφού όλα όσα μας συμβαίνουν είναι «Κάρμα». Γιατί να επανορθώσουμε, για ποιο σκοπό να αγωνιστούμε, γιατί να υπερβούμε τον εαυτό μας, αν όλα είναι «Κάρμα»;
Όπως βλέπουμε, με την παρερμηνεία των φιλοσοφικών ή των πνευματικών ιδεών, οδηγούμαστε επίσης σε μια απαισιοδοξία, που μετατρέπεται σε ακινησία, αδράνεια, εγκατάλειψη, σε θάνατο εν ζωή.
Φιλοσοφική αισιοδοξία
Ας ασχοληθούμε ακόμη μια φορά με τη φιλοσοφική μας αισιοδοξία, διασαφηνίζοντας ότι είμαστε πεπεισμένοι ότι κανείς δε μπορεί να είναι τελείως αισιόδοξος στη ζωή του, αφού όλοι έχουμε κάποτε υποφέρει, έχουμε αισθανθεί πόνο σε πολλές περιπτώσεις. Ούτε μπορεί κανείς επίσης να είναι τελείως απαισιόδοξος, επειδή όλοι συνεχίζουμε να αγωνιζόμαστε, παρά τις λύπες μας.
Ας αρχίσουμε από κάτω, από το υλικό μέρος. Η ύλη, αν το καλοεξετάσουμε, μπορεί να μας οδηγήσει πολύ καλά σε μια αισιόδοξη αντίληψη για τη ζωή. Αρκεί να μην τη βλέπουμε ψυχρά, αλλά να παρατηρούμε την τελειότητα, τη φροντίδα με την οποία δημιουργεί ολόκληρο το Σύμπαν, όσο λίγα κι αν είναι αυτά που γνωρίζουμε γι΄ αυτό. Αυτοί οι νόμοι που διέπουν την ύλη, την κατευθύνουν και την οργανώνουν, ενώ την υπερβαίνουν. Η ύλη αντικατοπτρίζει ομορφιά. Αν και η ύλη είναι σκοτεινή, βαριά και φθαρτή, θα έπρεπε να μας χρησιμεύει για να χαίρεται η καρδιά μας, μόνο και μόνο από το γεγονός ότι κάτι ανώτερο αποτυπώνεται σ΄ αυτήν, την εξαγνίζει, την εξυψώνει, αφού η ομορφιά μπόρεσε να αφήσει τα ίχνη της σ΄ αυτήν για μια στιγμή.
Ας περάσουμε στο ψυχολογικό επίπεδο. Όλοι νοιώθουμε πόνο, αλλά εκείνοι οι φιλόσοφοι της Ανατολής, οι οποίοι – όπως μόλις είδαμε – δημιούργησαν σχεδόν χωρίς να το θέλουν την απαισιοδοξία και τον υλισμό, μας διδάσκουν κάτι πολύ σημαντικό: ότι ο πόνος είναι όχημα της συνείδησης. Χωρίς πόνο δεν αντιλαμβανόμαστε τις πραγματικότητες και τίποτα δεν μας αγγίζει.
Ο πόνος δεν είναι κακό, ούτε λόγος για να είναι κάποιος απαισιόδοξος. Ας τον θεωρήσουμε – κατά τα λεγόμενα των Στωικών – ως «Σχολείο της Ζωής». Ας μάθουμε απ΄ αυτόν και κάθε φορά που υποφέρουμε ας βγαίνουμε καθαροί από αυτόν τον πόνο, γνωρίζοντας ότι μπορούμε να αποκτήσουμε μια εμπειρία από αυτόν. Και ότι – αφού περάσει – θα είμαστε λίγο καλύτεροι απ΄ ό,τι ήμασταν πριν υποφέρουμε.
Συνηθίζουμε να νομίζουμε ότι υποφέρουμε. Μας πονάει η ζωή, επειδή δεν αποκτούμε πάντα όλα τα πράγματα που θεωρούμε ότι είναι απαραίτητα.
Υπάρχουν δύο δυνατότητες:αν κάτι είναι ζωτικής σημασίας, σωστό, αξιοσέβαστο, έντιμο για μας και είμαστε πεπεισμένοι ότι το χρειαζόμαστε, ας το αναζητήσουμε, ας εργαστούμε γι΄ αυτό. Αλλά αν εκείνο που ποθούμε δεν είναι τίποτε άλλο παρά καρπός ενός περαστικού πάθους, αν νομίζουμε ότι το λαχταράμε, αλλά στην πραγματικότητα αυτή η όρεξη δεν έχει βαθιά προέλευση, είναι καλύτερα να το εγκαταλείψουμε. Αν δεν έχουμε ανάγκη, δεν υπάρχει πόνος. Αν δεν έχουμε λανθασμένη φιλοδοξία να ικανοποιήσουμε, δεν υπάρχει πόνος.
Δεν είναι τόσο εύκολο να ξέρουμε πότε αυτό που επιδιώκουμε είναι βαθύ, αυθεντικό ή όχι.
Ας αναρωτηθούμε πόσο διαρκεί αυτή η ανάγκη, πόσο έντονα έχουμε αυτή την επιθυμία χαραγμένη μέσα μας, αν αποτελεί μέρος της ύπαρξής μας, αν κοιμάται και ξυπνάει μαζί μας, αν είναι ίσως όπως αυτό το πάθος για τη σοφία που αναφέραμε μιλώντας για τη «φιλοσοφία».
Αν αυτή η ανάγκη επιμένει, αν διατηρείται, προέρχεται από την ψυχή. Αν αυτή η ανάγκη είναι ένα περαστικό καπρίτσιο, αρκεί να μη τη σκεφτόμαστε και σε μια στιγμή η επιθυμία θα εξαφανιστεί.
Έτσι, αφού ο πόνος συνδέεται με τις φιλοδοξίες μας, μάς διδάσκει και μας εκπαιδεύει, μας εξευγενίζει και λειαίνει εκείνες τις εξωτερικές ανάγκες που δεν είναι προϊόν του δικού μας εσωτερικού όντος.
Ας περάσουμε σ΄ ένα ακόμη επίπεδο: η αισιοδοξία ως μια νοητική και λογική άποψη.
Η αισιοδοξία, θεωρούμενη κατ΄ αυτό τον τρόπο, μεταμορφώνεται σε μια σίγουρη και σταθερή πίστη, στο νόημα που δίνεται στη ζωή, στο νόημα που έχει όλη η ύπαρξη σαν σύνολο. Αν προσπαθήσουμε να ανακαλύψουμε τους νόμους της Φύσης και τις αρχές του ανθρώπου, να αφαιρέσουμε τα πέπλα, αν προσπαθήσουμε να καταλάβουμε πραγματικά όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας, θα φθάσουμε, χωρίς αμφιβολία, στο συμπέρασμα ότι όλα αυτά έχουν νόημα και ότι αυτό το νόημα μας δίνει σιγουριά, σταθερότητα.
Οι αρχαίοι έλεγαν ότι «η γνώση είναι δύναμη» και «δύναμη» είναι η εξάσκηση της βούλησής μας. Όποιος έχει μια σταθερά αναπτυγμένη βούληση, που την έχει θέσει σε κίνηση και την έχει ωθήσει για να πραγματώσει οτιδήποτε, δε μπορεί να αισθάνεται απαισιόδοξος.
Ο ενθουσιασμός
Στο πνευματικό επίπεδο είναι αδύνατο να είναι κανείς απαισιόδοξος.
Θα έπρεπε να αφήσουμε στην άκρη μονομιάς όλες εκείνες τις ιδέες που έχουν να κάνουν με το καλό και το κακό. Αποφεύγουμε να κάνουμε χώρο στο καλό και το κακό, τον Θεό και το διάβολο. Οι ανταγωνιστικές αξίες παλεύουν μέσα μας και μας κάνουν να μπαίνουμε στη μέση σαν θεατές, γεγονός που μας οδηγεί σε αμφιβολία και σε κατάσταση διαρκούς αβεβαιότητας.
Δεν υπάρχει Θεός και διάβολος. Υπάρχει Θεός. Δεν υπάρχει καλό και κακό. Υπάρχει καλό. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι το καλό έχει τη δυνατότητα να εκφράζεται με τόσους τρόπους, που μερικές φορές δεν το καταλαβαίνουμε. Και είναι η άγνοιά μας αυτή που μας κάνει να το ονομάζουμε κακό.
Ας φανταστούμε μια εστία φωτός, την οποία θα ονομάσουμε Καλό, το οποίο, ως υπέρτατη πηγή, διαχέεται σε ολόκληρο το Σύμπαν. Αν καταφέρουμε να βρεθούμε κοντά στο σημείο από το οποίο εκπορεύονται οι ακτίνες, αν βάλουμε το χέρι όσο το δυνατόν πιο κοντά σ΄ αυτό, θα συγκεντρώσουμε μια μεγάλη ποσότητα θερμικής και φωτεινής ενέργειας. Αλλά, αν τοποθετήσουμε το σώμα μας πολύ πιο μακριά από τη δέσμη του φωτός, η ίδια επιφάνεια του χεριού θα δεχθεί λιγότερη ενέργεια, αφού έχει διαχυθεί και ανοιχτεί σαν βεντάλια πάνω στον κόσμο.
Το κακό δε βρίσκεται στον κόσμο, βρίσκεται στην άγνοιά μας. Κακό είναι απλά το να μη γνωρίζουμε, να μη βλέπουμε, να μην ενδιαφερόμαστε. Κακό είναι να υποφέρουμε προκειμένου να μάθουμε. Κακό είναι ο πόνος, επειδή είμαστε ανίκανοι να συλλάβουμε ότι έχουμε ξεκινήσει λάθος.
Με αυτά τα στοιχεία φιλοσοφικής αισιοδοξίας, πιστεύω ότι προσεγγίζουμε την παλιά αντίληψη που καμιά φορά οι Έλληνες ονόμαζαν «ενθουσιασμό».
«Ενθουσιασμός»: «ένθεος», «ο Θεός εντός», «ο Θεός στον άνθρωπο». Η αίσθηση της θεότητας μέσα μας, η ευτυχία να γνωρίζουμε κάτι περισσότερο από αυτό το κέλυφος της ύλης που μας τυλίγει. Η υπερηφάνεια για να καταλάβουμε πέρα από το χρόνο που μας περιορίζει.
Ο ενθουσιασμός δεν είναι κενή αισιοδοξία, μια επιφανειακή ευτυχία που γλιστράει πάνω από τα πράγματα. Ο ενθουσιασμός είναι βαθύς, είναι εσωτερικός, βρίσκεται στο βάθος, στην ψυχή. Είναι αυτό που κάνει τους ανθρώπους να τραγουδούν, να προσεύχονται, να θαυμάζουν τη Φύση, να αναζητούν το Θεό στα δέντρα, στο πέταγμα των πουλιών, στη μετακίνηση των νεφών. Όλα αυτά είναι ενθουσιασμός, κάτι πολύ περισσότερο από αισιοδοξία.
Μας έχουν πει πολλές φορές ότι εμείς οι αισιόδοξοι είμαστε ανόητοι. Δεν το εξέφρασε μόνο ο Βολταίρος αλλά και πολλοί άλλοι στον 20ο αιώνα. Μας έχουν πει ότι η αισιοδοξία είναι μια φιλοσοφία για το μέλλον, αλλά απορριπτέα για την παρούσα στιγμή. Είναι χρήσιμη για πολύ αργότερα, αφού ονειρεύεται καλύτερα πράγματα για το μέλλον.
Πιστεύουμε ότι αυτό δεν είναι σωστό. Η αισιοδοξία ταιριάζει σε όλες τις διαστάσεις του χρόνου, αφού, όταν μετατρέπεται σε ενθουσιασμό, δεν υπάρχει ούτε ένα μόριο του χώρου και του χρόνου στο οποίο να μην περιλαμβάνεται. Ο ενθουσιασμός ταιριάζει στο παρελθόν.
Το παρελθόν αποδεικνύει ότι η ιστορία είναι κυκλική. Ότι πολλές φορές, από έλλειψη μνήμης ή από αμέλεια, αναπαράγουμε τις ίδιες καταστάσεις, ξανακάνουμε τις ίδιες επιτυχίες και τα ίδια λάθη, αλλά - από επανάληψη σε επανάληψη – μεγαλώνουμε λίγο περισσότερο.
Το παρελθόν μας διδάσκει ότι υπήρξαν στιγμές κατά τις οποίες η Αλήθεια, η Ομορφιά, η Δικαιοσύνη, η Ενότητα αντικατοπτρίστηκαν καθαρά στην ύλη. Και ότι υπήρξαν άλλες φάσεις κατά τις οποίες αυτές οι αρχές (Ενότητα, Δικαιοσύνη, Αγαθό, Ομορφιά) απομακρύνθηκαν από τον συγκεκριμένο κόσμο, επειδή δεν υπήρχαν κανάλια που να τις εκφράζουν.
Η αισιοδοξία είναι για το παρόν, επειδή τον ενθουσιασμό τον εκφράζουμε εδώ και σήμερα, ούτε χθες ούτε αύριο, πέρα από τα προβλήματα, παρά τις δυσκολίες και - θα έλεγα ακόμη - χάρη σ΄ αυτές.
Σε τίποτα δεν θα χρησίμευε το να είμαστε ενθουσιώδεις, αισιόδοξοι, σταθεροί, θεληματικοί και αποφασιστικοί αν δεν παραπατούσαμε ποτέ στο δρόμο. Αλλά όταν υπάρχουν καθημερινά πέτρες μπροστά μας, όταν κάθε φορά που τείνουμε το χέρι συναντάμε μια δυσκολία και πέρα από αυτήν και χάρη σ΄ αυτήν συνεχίζουμε να είμαστε ενθουσιώδεις, είναι επειδή η ρίζα του Σύμπαντος έχει ξυπνήσει μέσα στον άνθρωπο.
Αισιοδοξία για το μέλλον, αλλά όχι σαν όνειρο ή αυταπάτη για να δραπετεύουμε. Ούτε μας ενδιαφέρει να βυθιζόμαστε σ΄ ένα όνειρο για ένα καλύτερο μέλλον, μόνο και μόνο για να μη βλέπουμε αυτό που συμβαίνει στο παρόν.
Ο ενθουσιασμός, η αισιοδοξία για το μέλλον, είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Είναι μια βεβαιότητα που υπάρχει εδώ και τώρα. Είναι ένα αληθινό βίωμα, ένα συναίσθημα ζωντανό, ξεκάθαρο, βαθύ, που πλημμυρίζει ολόκληρο το είναι. Είναι ένας άμεσος τρόπος ζωής για το μέλλον.
Είναι μια αίσθηση ότι αυτός ο νέος και καλύτερος κόσμος, για τον οποίο τόσες φορές μιλήσαμε, δεν είναι κάτι που βρίσκεται μακριά, δεν είναι κάτι απρόσιτο. Είναι το να νοιώθουμε οριστικά και ξεκάθαρα ότι αυτός ο Νέος και Καλύτερος Κόσμος χωρίζεται από μας μόλις από την πυκνότητα ενός πέπλου. Και ότι θα αρκούσε να αγγίξουμε με τα χέρια μας αυτό το πέπλο για να δούμε ότι το μέλλον είναι εκεί, ότι του δώσαμε ζωή, ότι το κάναμε παρόν.
Ο ενθουσιασμός είναι στη πραγματικότητα μια φλόγα φωτιάς που δονείται στην καρδιά του ανθρώπου και του επιτρέπει να κτίζει την ιστορία πριν, τώρα και αύριο.
nea-acropoli-athens.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου